- άοικος
- -η, -ο (AM ἄοικος, -ον)1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένειαμσν.- νεοελλ.ο ακατοίκητοςνεοελλ.άφαντος («έγινε άοικος» — εξαφανίστηκε)αρχ.ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» — κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη —Σοφοκλής).
Dictionary of Greek. 2013.